Καρκίνων — Καρκίνος crab masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dionysios von Alexandria (Astronom) — Dionysios von Alexandria war ein Astronom im hellenistischen Ägypten des 3. Jahrhunderts v. Chr. Im Jahr der Thronbesteigung von Ptolemaios II. reformierte er den ägyptischen Kalender, indem er die Monate nach den Tierkreiszeichen benannte,… … Deutsch Wikipedia
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
καρκινευτής — καρκινευτής, ὁ (Α) ο κυνηγός καρκίνων, καβουριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος κατά τα μεταρρηματικά θηρευ τής, ορνιθευ τής)] … Dictionary of Greek
μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… … Dictionary of Greek
παντοδαπός — ή, ό / παντοδαπός, ή, όν, ΝΜΑ 1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
πορευτικός — ή, ό / πορευτικός, ή, όν, ΝΑ [πορεύω] 1. αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, οἷον τὸ τῶν καρκίνων γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορεία, οδοιπορικός νεοελλ. φρ. «πορευτικά κύτταρα» ανατ. ονομασία… … Dictionary of Greek
μονοκλωνικά αντισώματα — Παράγονται μαζικά στο εργαστήριο για να στοχεύσουν συγκεκριμένα αντιγόνα. Χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση και τη θεραπεία ορισμένων καρκίνων, συμπεριλαμβανομένου και του κακοήθους μελανώματος … Dictionary of Greek